- πανήμερος
- (I)και δωρ. τ. πανάμερος, -ον, ουδ. και -όν, Α1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.)2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμεροςεπίθετο τού Διός3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανημερόνκατά τη διάρκεια όλης τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ήμερος (< ἡμέρα), (πρβλ. ολο-ήμερος)].————————(II)-ον, Μτελείως ήσυχος, πράος2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανήμεραμε εντελώς ήσυχο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἥμερος (πρβλ. ανήμερος)].
Dictionary of Greek. 2013.